Μίλτος Σαχτούρης, Συλλογή "Χρωμοτραύματα",

... κι ο χρόνος πάντοτε Κρόνος Κανίβαλος τρόμος

Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

Το σπίτι - 1

-Θα κάνω ένα σπίτι» είπε.

-Τι εννοείς, θα κάνεις ένα σπίτι; Θα το φτιάξεις; Μη τρελαθούμε τώρα, δεν είσαι ούτε αρχιτέκτονας, ούτε εργολάβος. Εντάξει, καταλαβαίνω την απογοήτευσή σου αλλά ως εκεί!, είπε ο Τάκης εκνευρισμένος μπουρδουκλώνοντας τις λέξεις ανάμεσα στις μπουκιές του κοτόπουλου που κατέβαζε λαίμαργα. Είχε μόλις γυρίσει από τη δουλειά και δεν είχε καμία όρεξη για τις παραξενιές της Όλγας.

-Αγάπη μου, εννοώ απλούστατα πως θα γεννήσω ένα σπίτι!

Ο Τάκης γούρλωσε τα μάτια του καθώς οι μπουκιές μπερδεύτηκαν αυτή τη φορά για τα καλά μαζί με την οργή του και κόντεψαν να τον πνίξουν στην προσπάθειά του να εκστομίσει τις χειρότερες βρισιές που ήξερε. Αυτό πήγαινε πολύ. Εδώ και καιρό καταλάβαινε πως η Όλγα τον δούλευε κανονικά αλλά αυτό πήγαινε πολύ. Ένα γερό χέρι ξύλο ήθελε, να τι ήθελε, μα έλα που μόλις τον κοιτούσε με αυτό το βαθύ βλέμμα, εκείνος πάγωνε. Χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει χτύπησε με δύναμη τη γροθιά του στο τραπέζι. Μόνο που ξέχασε πως το τραπέζι ήταν γυάλινο. Ήταν μια από τις τελευταίες της αλλαγές στο σπίτι. Αγόρασε ένα τραπέζι γυάλινο για την τραπεζαρία όπου και έπρεπε να τρώνε. «Το φαγητό είναι τελετή» έλεγε. «Το φαγητό στην κουζίνα είναι πρόχειρο, θα τρώμε στην τραπεζαρία». Και στην τραπεζαρία ήθελε το τραπέζι γυάλινο. Δημιουργούσε, λέει, την αίσθηση πως τα πιάτα ίπτανται. Ήθελε να ήταν γυάλινο και το δάπεδο, «καθρέφτης αγάπη μου», αλλά αυτό δεν της το επέτρεψε.

Η Όλγα εξαφανίστηκε πίσω από το ξύλινο παραβάν με τα ζωγραφισμένα στο χέρι παγώνια που χώριζε την τραπεζαρία από την κουζίνα και σε λίγο γύρισε με πανιά, νερό και επιδέσμους. Του έπλυνε καλά το χέρι και του το έδεσε. Εκείνος είχε πέσει μισολιπόθυμος στον καναπέ. Δεν άντεχε να βλέπει αίμα, πολύ περισσότερο το δικό του. Η Όλγα τηλεφώνησε στο κατάστημα επίπλων "Η Άνεσις" και παρήγγειλε ένα καινούργιο, ίδιο τραπέζι. Δήλωσε πως θα πληρωθεί με την πιστωτική τους, αφού του έριξε ένα βλέμμα που ο εκείνος  το μετέφρασε στη γνωστή  απειλητική φράση  με  τόνους ελαφριάς  ειρωνίας :  "δεν πιστεύω να διαφωνείς".  Ύστερα η Όλγα μάζεψε τα γυαλιά και ότι είχε απομείνει από το τραπέζι, και αφού σκούπισε και σφουγγάρισε καλά, πήρε το βιβλίο της – αναθεματισμένα βιβλία, πώς θα ήθελε ο Τάκης να ήξερε τι γυρίζει μέσα στο κεφαλάκι της όταν σας διαβάζει - και κάθισε αναπαυτικά στην μπερζέρα της απλώνοντας τα πόδια της στο σκαμπό.
(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου